- ελευθερόψυχος
- ἐλευθερόψυχος, -ον (Μ)1. γενναιόψυχος2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλευθερόψυχος — free souled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek